Σάββατο 13 Μαρτίου 2010

ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ

Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Γέρος του Μοριά. Ο ανεπανάληπτος μέγας πολέμαρχος του ιερού Αγώνα, ο θρυλικός κλέφτης, η εξοχότερη πολεμική φυσιογνωμία της νεότερης ιστορίας μας. Μετά την αποτυχία της ορλοφικής επανάστασης, η οικογένειά του αναγκάστηκε να φύγει από το χωριό της το Λιμποβίσι της Καρύταινας, της σημερινής Γορτυνίας, και να καταφύγει στη Μεσσηνία. Τότε γεννήθηκε ο Κολοκοτρώνης, κάτω από ένα δένδρο, στο Ραμαβούνι Μεσσηνίας, τη Δευτέρα του Πάσχα (5-4-1770). Πατέρας του ήταν ο θρυλικός κλέφτης Κωσταντής, που σκοτώθηκε το 1780 κατά την ηρωική έξοδο των Κολοκοτρωναίων από τον πύργο της Καστάνιτσας. Σκοτώθηκαν κι άλλοι πολλοί τότε από το σόι τους. Ο δεκάχρονος Θοδωρής γλίτωσε με τη μητέρα του Ζαμπιά, το γένος Κωτσάκη, και με το θείο του Αναγνώστη, που τους πήρε για προστασία. Αργότερα, το 1785, εγκαταστάθηκαν κοντά στο Λοντάρι. Μα την ίδια χρονιά ο Θοδωρής, δεκαπέντε χρονών παλικάρι, έγινε κλέφτης και μετά αρματωλός στην επαρχία Λονταρίου. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης με την παλικαριά, την αξιοσύνη του και την εξυπνάδα του γλίτωνε από όλες τις παγίδες που του έστηναν οι Τούρκοι, για να τον ξεκάμουν. Πατρογονικό ήταν το μίσος των Κολοκοτρωναίων προς τον κατακτητή. Ποτέ δεν είχαν συμβιβαστεί με την τυραννία, από την εποχή που ο Μοριάς έπεσε στους Τούρκους. Γιατί οι ρίζες των Κολοκοτρωναίων φτάνουν μέχρι και την Ενετοκρατία. Και μια και δεν κατάφεραν να τον εξοντώσουν, τον έκαμαν από δυο φορές αρματολό στο Λοντάρι και στην Καρύταινα και τον αναγνώρισαν δερβέναγα του Μοριά (1787). Τους μισθούς που έπαιρνε τότε, τους μοίραζε σ’ όλα τα καπετανάτα του Μοριά.Κάποτε όμως οι Τούρκοι θέλησαν να ξεπαστρέψουν την κλεφτουριά. Ο Σoυλτάνος υποχρέωσε τον Πατριάρχη να εκδώσει αφοριστικό έγγραφο (1805), όχι μόνο για τους κλέφτες, μα και για όσους τους έκρυβαν και τους περιέθαλπαν. Και υποχρέωνε το έγγραφο τους Ρωμιούς σαν καλούς ραγιάδες να τους προδίδουν και να τους καταδιώκουν. Αλίμονο σ’ εκείνους που προσέφεραν προστασία στους επικηρυγμένους κλέφτες. Οι Τούρκοι σούβλιζαν ομαδικά τους γιατάκηδες. Έτσι τους έλεγαν, όσους παρείχαν άσυλο στους κλέφτες. Οι διωγμοί άρχισαν το Γενάρη του 1806. Έπεσε μεγάλος φόβος. Όλοι φοβούνταν το μαχαίρι του τυράννου και τις κατάρες του πατριαρχείου. Η κλεφτουριά δέχτηκε τέτοιο κτύπημα, που δεν μπόρεσε να ξανασηκώσει κεφάλι μέχρι το 1821.

Άλλοι χάθηκαν κι άλλοι κατέφυγαν στα Επτάνησα. Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, που κατέφυγε στη Ζάκυνθο τον Μάιο του 1806. Μα και πάλι δεν ησύχασε, μόνο με ένα καραβάκι και όπως αλλιώς μπορούσε πολεμούσε εναντίον των Τούρκων με το ξέσπασμα του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1807). Ύστερα υπηρέτησε στονΑγγλικό στρατό με το βαθμό του μαγιόρου (Ταγματάρχη). Κατάλοιπο της υπηρεσίας εκείνης ήταν η γνωστή σ’ εμάς εντυπωσιακή περικεφαλαία.
 Στη Φιλική Εταιρεία κατηχήθηκε από τον Αναγνωσταρά στη Ζάκυνθο (1818). Εκείνη την εποχή έκανε τον ζωέμπορο και τον χασάπη, για να ζήσει την οικογένειά του, γιατί από το 1816 δεν ήταν πια αξιωματικός των Άγγλων, αφού οι τελευταίοι διέλυσαν τα Ελληνικά τάγματα μετά την ήττα του Ναπολέοντα. Ο Κολοκοτρώνης είχε παντρευτεί είκοσι χρονών την Κατερίνα Καρούτσου, της οποίας τον πατέρα, πρόκριτο Λονταρίου, είχαν σκοτώσει οι Τούρκοι. Μ’ αυτήν είχε αποκτήσει τρεις γιους και δυο θυγατέρες. Ζούσε ακόμα κι η μάνα του η Ζαμπία. Και ούτε πείνασε η οκταμελής οικογένειά του, ούτε ο ίδιος έγινε βάρος σε κανέναν, αλλά εργαζόταν και εξοικονομούσε τίμια το ψωμί τους. Τώρα πια περίμενε την ώρα του σηκωμού. 
Τον Γενάρη του 1821 από τη Ζάκυνθο πέρασε στην Καρδαμύλη της Μάνης, όπου φιλοξενήθηκε από τον πατρικό του φίλο Παν. Μούρτζινο. Συμφιλίωσε τους Μανιάτες και συνεργάστηκε με τον Νικηταρά, τον Παπαφλέσσα, τον Αναγνωσταρά και άλλους ενόψει της επανάστασης. Στο εξής η δράση του είναι έντονη και συνεχής. Συμμετείχε στην κατάληψη της Καλαμάτας (23 Μαρτίου) και στη συνέχεια πολιόρκησε την Τριπολιτσά, πιστεύοντας πως έπρεπε να πέσει στα χέρια των Ελλήνων η πρωτεύουσα του Μοριά, για να ορθοποδίσει ο αγώνας. Έτσι, παρά την αντίθετη γνώμη του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και άλλων, ξεκίνησε με 300 περίπου εναντίον της Τρίπολης, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Παπαφλέσας με τον Νικηταρά. Η πρώτη μάχη του αγώνα δόθηκε από τον Κολοκοτρώνη έξω από την Καρύταινα (27 Μαρτίου), όπου σκοτώθηκαν ή πνίγηκαν στον Αλφειό ποταμό 500 περίπου από τους Τούρκους, που τρέχανε για να σωθούν στην Τρίπολη. Αλλά στη συνέχεια οι Τούρκοι με γιουρούσια απωθούσαν τους Έλληνες, οι οποίοι σκόρπιζαν εδώ κι εκεί, μαθημένοι στον κλεφτοπόλεμο, χωρίς να πειθαρχούν. Ο Κολοκοτρώνης, ύστερα από πρόταση του Κανέλλου Δεληγιάννη, ανέλαβε να οργανώσει τα γύρω από την Τρίπολη στρατόπεδα, να εμπνεύσει πειθαρχία στα παλικάρια και να σκάψει λαγούμια. Αποτέλεσμα της στρατηγικής του Γέρου ήταν να κερδίσουν οι Έλληνες λαμπρή νίκη στο Βαλτέτσι (12-13 Μαΐου) και κατόπιν στα Δολιανά και στα Βέρβενα. Ο κλοιός γύρω από την Τρίπολη άρχισε να σφίγγει, οργανώθηκε και το στρατόπεδο των Τρικόρφων, έφτασε μετά και ο Δημήτριος Υψηλάντης και η Τρίπολη έπεσε στα χέρια των Ελλήνων στις 23 Σεπτεμβρίου. Εκεί φάνηκαν οι οργανωτικές και στρατηγικές ικανότητες του Κολοκοτρώνη.

Στη συνέχεια ήθελε να πάει στην Πάτρα, με την ελπίδα ότι οι έγκλειστοι στο κάστρο Τουρκαλβανοί θα παραδίδονταν, επειδή μόνο αυτόν εμπιστεύονταν. Όμως, οι άρχοντες της Αχαΐας έγραψαν να μην πάει, επειδή ανησυχούσαν από τις επιτυχίες των στρατιωτικών και ήθελαν να κάμουν κι εκείνοι κάτι. Ο Κολοκοτρώνης τελικά δεν πήγε, μια και απειλούσαν κιόλας, με αποτέλεσμα η Πάτρα να παραμείνει στα χέρια του εχθρού μέχρι το τέλος της επανάστασης. Έτσι φάνηκε η ανικανότητα των πολιτικών στα πεδία της μάχης και ο φθόνος, τον οποίο έτρεφαν προς τους στρατιωτικούς με τα λαμπρά κατορθώματά τους. Γιατί και την επόμενη χρονιά έτρεξε στην πολιορκία της Πάτρας, αλλά η κυβέρνηση που είχε προκύψει από την Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, αντί να τον ενισχύσουν με κάθε τρόπο, του δημιουργούσαν προβλήματα και υπονόμευαν τη στρατηγική του, μέχρι που έληξε άδοξα η πολιορκία της Πάτρας και ο Κολοκοτρώνης αποσύρθηκε προσωρινά στην Τρίπολη. Εν τω μεταξύ είχε καταλάβει την Ακροκόρινθο, χωρίς να νοιαστεί για όσα γίνονταν στην Επίδαυρο από τους πολιτικούς κατά την Α΄ Εθνοσυνέλευση, που ενδιαφέρονταν μόνο για τα αξιώματα και τις υψηλές θέσεις. 
Εκεί όμως όπου ο Κολοκοτρώνης δοξάστηκε σώζοντας την επανάσταση από τη στρατιά του Δράμαλη, ήταν τα Δερβενάκια (26-28 Ιουλίου 1822, Εφάρμοσε τη στρατηγική της καμένης γης στο Άργος και ο Δράμαλης αποφάσισε να επιστρέψει στην Κόρινθο. Και όμως ο Κολοκοτρώνης δεν πίστεψε τον προδότη που ορκιζόταν πως ο Δράμαλης θα προχωρούσε για την Τρίπολη. Ο Γέρος μάζεψε τα παλικάρια, τους μίλησε και τα έκανε να χλιμιντράνε σαν άλογα. Ακολούθησε η λαμπρή νίκη στα Δερβενάκια, τη στιγμή που οι πολιτικοί τρομοκρατημένοι είχανε μπει στα καράβια, για να γλιτώσουν. Αυτή τη δόξα οι πολιτικοί την «αντάμειψαν» στη Β΄ Εθνοσυνέλευση του Άστρους, χαρίζοντας το βαθμό του στρατηγού σε 50 ακόμη ανθρώπους, για να μειώσουν τον Κολοκοτρώνη. Είναι φανερό πως ο Μαυροκορδάτος και οι άλλοι ανησύχησαν τόσο πολύ από τις συνεχείς επιτυχίες των στρατιωτικών και του Κολοκοτρώνη ιδιαίτερα, που δεν τους ενδιέφερε καλά καλά η πορεία του αγώνα όσο η προσωπική τους εξασφάλιση. Αποτέλεσμα ήταν να ξεσπάσει οεμφύλιος πόλεμος (1824), ο οποίος τόσο ζημίωσε την επανάσταση. Ο Κολοκοτρώνης έχασε στον εμφύλιο το γιο του Πάνο (13-11-1824) και ο ίδιος, συντριμμένος από την απώλεια του γιου του, παραδόθηκε στους εχθρούς του, οι οποίοι τον φυλάκισαν στην Ύδρα (Φεβρ. 1825). Την εποχή εκείνη ξεμπάρκαραν τα στρατεύματα του Ιμπραήμ στο Μοριά. Στη δύσκολη στιγμή ο Κολοκοτρώνης αποφυλακίστηκε, γιατί δεν υπήρχε άλλος τόσο ικανός ν’ αντιμετωπίσει το φοβερό εχθρό, ο οποίος κατέστρεφε τον Μοριά και έσπερνε παντού τον πανικό. Ο λαός κοίταζε πώς να γλιτώσει, εγκαταλείποντας χωριά και πόλεις, και ο Κολοκοτρώνης πάσχιζε μέσα από πολλές δυσκολίες να μαζέψει παλικάρια και να συγκροτήσει στρατό. Αλλά δεν μπορούσε να κτυπήσει τον Ιμπραήμ και περιοριζόταν στην τακτική του κλεφτοπολέμου. Παράλληλα κοίταζε πώς να κρατήσει το ηθικό του πληθυσμού. Γιατί ο κόσμος υπέκυπτε και δήλωνε υποταγή στον Ιμπραήμ. Οπότε ο Γέρος έδωσε μάχη και κατά του προσκυνήματος με το καλό και με το άγριο («φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους»).



Ο Κολοκοτρώνης στάθηκε στο πλευρό του Καποδίστρια όπως και πολλοί άλλοι τίμιοι αγωνιστές και πατριώτες (Νικηταράς, Πλαπούτας, Κανάρης κ.ά.π.). Κι όμως λίγο αργότερα κατηγορήθηκε για συνωμοσία κατά του θρόνου και της αντιβασιλείας, τον συνέλαβαν (Σεπτ. 1833) και τον φυλάκισαν στην Ακροναυπλία. Δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο με τον Πλαπούτα, που είχε θεωρηθεί συνένοχος. Την απόφαση δεν υπέγραψαν οι έντιμοι δικαστές Γεώργιος Τερτσέτης και Αναστάσιος Πολυζωίδης. Ο κόσμος αγανάκτησε στην είδηση και οι ξένοι δεν τόλμησαν να σκοτώσουν τους αγωνιστές. Η κατακραυγή του πλήθους των απλών Ελλήνων ανάγκασε τον βασιλιά Όθωνα – με το πρόσχημα του γιορτασμού της ενηλικίωσής του– να τους χορηγήσει αμνηστεία (Μάιος 1835). Ο Θ. Κολοκοτρώνης υπαγόρευσε τ’ απομνημονεύματά του στον Γεώργιο Τερτσέτη. Ο ίδιος ήξερε να διαβάζει — αγαπούσε πολύ την ιστορία –, αλλά με δυσκολία έγραφε. Το έργο του διακρίνεται για το κοφτό ύφος και τη συντομία στην έκφραση και είναι πολύτιμη ιστορική πηγή, για πολλούς λόγους, αλλά και διότι όσους τον αδίκησαν και τον έβλαψαν τους κρίνει μεγαλόψυχα χωρίς κανένα πάθος και χωρίς μνησικακία. Γι’ αυτό πιστεύεται ότι είναι γραμμένο αμερόληπτα.

Ο Κολοκοτρώνης υπήρξε ο κορυφαίος του μεγάλου Αγώνα και η συμβολή του στην υπόθεση της ελευθερίας μοναδική και ασύγκριτη. Πέθανε στην Αθήνα στις 4 Φεβρουαρίου 1843 σε ηλικία 73 ετών από συμφόρηση. Τον έθαψαν στο Α΄ νεκροταφείο της Αθήνας. Τα οστά του σήμερα βρίσκονται στο ηρώο της Τρίπολης, στο πεδίο του Άρεως.





ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ


Με την δέουσα επισημότητα γιορτάζει η Γραβιά την νίκη του Οδυσσέα Ανδρούτσου στο ιστορικό Χάνι. Τις εορταστικές τριήμερες εκδηλώσεις τιμούν με την παρουσία τους Κυβερνητικοί εκπρόσωποι, κομματικοί φορείς και επίσημοι προσκεκλημένοι.
Επίσης ο Νομάρχης Φωκίδας Νίκος Φουσέκης, ο Δήμαρχος Γραβιάς Αθανάσιος Μανανάς, Δήμαρχοι της περιοχής, εκπρόσωποι των τοπικών αρχών και φορέων της περιοχής και πλήθος κόσμου.
Ο εορτασμός αποτελεί φόρο τιμής στους Ήρωες της επανάστασης και στην σημασία της μάχης της Γραβιάς στον Αγώνα του 1821. 
xani
Μετά την ήττα των Ελλήνων στην Αλαμάνα (23 Απριλίου 1821), άνοιξε διάπλατα ο δρόμος για τους Τούρκους Ομέρ Βρυώνη και Κιοσέ Μεχμέτ προς την Ανατολική Στερεά και την Πελοπόννησο. Η Επανάσταση κινδύνευε σοβαρά ένα μήνα μετά την εκδήλωσή της και σώθηκε χάρη στις στρατιωτικές ικανότητες του Οδυσσέα Ανδρούτσου και τους κακούς υπολογισμούς του Ομέρ Βρυώνη που δεν είχε αντιληφθεί την έκταση και την έννοια του ελληνικού ξεσηκωμού. Πίστευε ότι επρόκειτο για μια απλή ανταρσία, που θα ήταν εύκολο να κατασταλεί και όχι για τον ξεσηκωμό ενός ολοκλήρου έθνους, που διεκδικούσε την ελευθερία και την αυτοδιάθεσή του. Την εποχή εκείνη βρισκόταν στην Ανατολική Στερεά Οδυσσέας Ανδρούτσος, παλιός αρματολός της περιοχής. Από το 1818 ήταν μέλος της Φιλικής Εταιρείας και ένθερμος υποστηρικτής του Αγώνα. Ο Ομέρ Βρυώνης ζήτησε ως παλιός φίλος του Ανδρούτσου τη σύμπραξη του κατά των ελλήνων ανταρτών. Του πρότεινε να συναντηθούν στη Γραβιά και συγκεκριμένα σε ένα μικρό πλινθόκτιστο χάνι. Ο Ανδρούτσος απεδέχθη την πρόσκληση κι έσπευσε στην περιοχή με άλλο σκοπό κατά νου. Αμέσως συγκάλεσε πολεμικό συμβούλιο στο Χάνι της Γραβιάς, με τη συμμετοχή των οπλαρχηγών Δυοβουνιώτη και Πανουργιά. Ο Ανδρούτσος πρότεινε να δώσουν τη μάχη στο Χάνι, ενώ οι Δυοβουνιώτης και Πανουργιάς το έκριναν ακατάλληλο, επειδή ήταν πλινθόκτιστο και ευρίσκετο σε ανοικτό πεδίο.Εν τω μεταξύ, ο Ομέρ Βρυώνης με 9.000 άνδρες πλησίαζε στη Γραβιά και είχε πληροφορηθεί την παρουσία του Ανδρούτσου στο χάνι με μικρή δύναμη. Δεν ανησύχησε, όμως, πιστεύοντας ότι ο Ανδρούτσος θα έκανε αποδεκτή την πρότασή του. Σε μια δεύτερη σύσκεψη των ελλήνων οπλαρχηγών, που δεν είχαν στη διάθεσή τους πάνω από 1200 άνδρες, αποφάσισαν ο μεν Δυοβουνιώτης με τον Πανουργιά να πιάσουν τις γύρω περιοχές, ο δε Ανδρούτσος να χτυπήσει τον εχθρό από το χάνι σε μια οπωσδήποτε παράτολμη ενέργεια. Μαζί του βρέθηκαν 117 άνδρες, που μετέτρεψαν το πλινθόκτιστο κτίριο σε οχυρό με πρόχειρα έργα. Το πρωί της 8ης Μαΐου 1821, ο Ομέρ Βρυώνης με τον στρατό του πλησίασε σε απόσταση βολής από το χάνι και αμέσως δέχτηκε καταιγισμό πυρών Πρώτα διέταξε να γίνει επίθεση κατά του Δυοβουνιώτη και του Πανουργιά, και στην συνέχεια επικεντρώθηκε στο Χάνι και τον Ανδρούτσο. Έκανε μια απόπειρα να τον μεταπείσει, στέλνοντας ένα δερβίση ως αγγελιοφόρο ο οποίος προχώρησε έφιππος προς το Χάνι, αλλά ξαφνικά δέχθηκε μια σφαίρα στο μέτωπο κι έπεσε άπνους. Οι Οθωμανοί επιτέθηκαν κατά κύματα στο Χάνι. Ο Ανδρούτσος και οι άνδρες του κρατούσαν γερά. Διέταξε και νέα επίθεσης κατά το μεσημέρι και αυτή απέτυχε. Τις πρώτες ώρες του δειλινού διέταξε κατάπαυση του πυρός, και αποφάσισε να αποσύρει προσωρινά τις δυνάμεις του και να διατάξει να του φέρουν κανόνια από τη Λαμία. Την κίνηση αυτή μάντεψε ο Ανδρούτσος και γύρω στις δύο τα ξημερώματα της 9ης Μαΐου επεχείρησε με τους 110 άνδρες του ηρωική έξοδο. Οι έξι είχαν σκοτωθεί κατά τη διάρκεια της ολοήμερης μάχης. Αιφνιδίασαν τις τουρκικές φρουρές που είχαν περικυκλώσει το Χάνι και χάθηκαν μέσα στα σπαρτά.Η Μάχη στο Χάνι της Γραβιάς στοίχισε στον Ομέρ Βρυώνη πάνω από 300 νεκρούς και 200 τραυματίες Κυρίως, όμως, προκάλεσε κλονισμό στο ηθικό του στρατού του και τον δικό του δισταγμό για το αν έπρεπε να συνεχίσει την εκστρατεία του. 
?? ???? t?? G?aß???
Για λίγο καιρό, τουλάχιστον, ένας σοβαρός κίνδυνος για την Πελοπόννησο εξέλιπε. 
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος αναγνωρίσθηκε απ’όλους ως αναμφισβήτητος ηγέτης της Ανατολικής Στερεάς.

 Οδυσσέας Ανδρούτσος

Πέμπτη 18 Φεβρουαρίου 2010

Ο ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΔΙΑΚΟΣ

Αθανάσιος ΔιάκοςΟ Αθανάσιος Διάκος ήταν ηρωικός αγωνιστής και μάρτυρας κι ένας από τους πρωτεργάτες της Επανάστασης του 1821.
Γεννήθηκε γύρω στο 1788 (σύμφωνα με άλλη εκδοχή το 1782). Ο τόπος γέννησης του Αθανάσιου Διάκου, αποτελεί σημείο τριβής και διεκδικείται από δύο χωριά, την Άνω Μουσουνίτσα και την Αρτοτίνα. Και τα δυο, χωριά της Φωκίδος. Το βέβαιο είναι ότι ο Διάκος έλκει την καταγωγή του και στα δυο χωριά. Ο πατέρας του ήταν από την Μουσουνίτσα και η μητέρα του από την Αρτοτίνα.
Σημείο τριβής, αποτελεί και το πραγματικό επώνυμο του Διάκου. Αναφέρονται τα Μασαβέτας (γράφεται και Μασσαβέτας) και Γραμματικός. Από εκεί και πέρα υπάρχει μια αμφισβήτηση μεταξύ αρκετών ιστορικών, με στοιχεία που συχνά αντικρούονται μεταξύ τους, τόσο για το γενεαλογικό δέντρο του Διάκου, κυρίως απ’ την πλευρά του πατέρα του, όσο και για τον τόπο γέννησης και διαμονής του (παρατίθενται κάποιες γνώμες στο τέλος του κειμένου).
Το πιο πιθανό είναι, βάσει των στοιχείων, ότι ο Αθανάσιος Διάκος γεννήθηκε στην Αρτοτίνα και το κανονικό όνομα του πατέρα του ήταν Γεώργιος Γραμματικός.
Ο Διάκος ήταν εγγονός ενός ντόπιου Κλέφτη, του Νικόλαου Γραμματικού, ο οποίος σκοτώθηκε σε μάχη με τους Τούρκους. Ο πατέρας του Διάκου τότε, φοβούμενος για τη ζωή του, κατέφυγε σαν ψυχοπαίδι στον θείο του Αθανάσιο Γραμματικό, έναν εύπορο κάτοικο της Αρτοτίνας, ο οποίος ατύπως τον υιοθέτησε. Έτσι ο Γεώργιος Γραμματικός, εμφανίζεται και με το επώνυμο Ψυχογιός (περισσότερο παρατσούκλι, λόγω της άτυπης υιοθεσίας). Ο Γεώργιος Γραμματικός, όταν μεγάλωσε παντρεύτηκε την Χρυσούλα Καφούρου κι έκαναν 5 παιδιά μεταξύ των οποίων και τον Αθανάσιο Διάκο.
Αργότερα, όταν ο Αθανάσιος Γραμματικός πέθανε, ο πατέρας του Διάκου κληρονόμησε ένα κοπάδι πρόβατα και μια στάνη για να ζήσει την πολυμελή οικογένειά του. Η μοίρα όμως ήταν σκληρή με την οικογένεια. Οι Τούρκοι συνέλαβαν τον πατέρα του Διάκου να εφοδιάζει τους ξεσηκωμένους Κλέφτες με τρόφιμα. Έτσι οδήγησαν τόσο αυτόν όσο κι έναν εκ των αδερφών του Διάκου, τον Απόστολο, στο Παντρατζίκι Φθιώτιδος, την σημερινή Υπάτη, όπου τους κρέμασαν.
Κατατρομαγμένη η μάνα του Διάκου, πήγε το 12χρονο παιδί της και το εμπιστεύτηκε στους καλόγερους του μοναστηριού του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου κοντά στην Αρτοτίνα. Πέραν όμως του φόβου της μάνας, υπήρχε και μια ακόμη σκοπιμότητα. Μετά την οικονομική καταστροφή, η χειροτονία του νεαρού Θανάση επιβάλλονταν πλέον και για λόγους βιοποριστικούς, καθώς στα μοναστήρια, λόγω των ειδικών σχέσεων που είχαν αυτά με τους Τούρκους, ζούσαν πιο άνετα σε σχέση με τους υπόλοιπους υπόδουλους Έλληνες.
Εκεί ο Διάκος διδάσκεται από κάποιον μοναχό την Οκτώηχο και το Ψαλτήριο. Έγινε μοναχός σε ηλικία δεκαεπτά ετών και, λόγω της αφοσίωσής του στη χριστιανική πίστη και της ιδιοσυγκρασίας του χειροτονήθηκε διάκονος, με το ιερατικό όνομα «Άνθιμος» και κράτησε από τότε για επίθετό του τον ιερατικό του βαθμό (Διάκος).
Ο Διάκος περιγράφεται ως άτομο μετρίου αναστήματος, με ωραία μάτια και μακριά μαύρα μαλλιά, προσεγμένη ενδυμασία και σοβαρό βλέμμα, ιδιαίτερα ευκίνητος και γοργός στα πόδια, ενώ ήταν και άριστος στη σκοποβολή.
Ήταν διάκονος ακόμα, όταν κατά τη διάρκεια ενός γάμου στην Αρτοτίνα πυροβόλησε στον αέρα μαζί με άλλους χωρικούς που διασκέδαζαν. Από τους πυροβολισμούς εκείνους σκοτώθηκε ο γιος της Κουτσογιάννενας, από ισχυρή οικογένεια της Κωσταρίτσας, χωριού της Δωρίδας. Για το φόνο εκείνο θεωρήθηκε ένοχος ο Διάκος και καταδιώχτηκε.
Σύμφωνα με μια άλλη εκδοχή, ο Διάκος σ’ αυτόν τον γάμο αναγκάστηκε αμυνόμενος να σκοτώσει έναν Τούρκο, όταν αυτός ένιωσε προσβεβλημένος που ηττήθηκε απ’ τον Διάκο σε επιτόπιο διαγωνισμό σκοποβολής.
[Η λαϊκή παράδοση αναφέρει πως όταν ο Αθανάσιος Διάκος ήταν μοναχός, ένας Τούρκος πασάς πήγε στο μοναστήρι με τα στρατεύματά του και εντυπωσιασμένος απ' την εμφάνιση του νεαρού μοναχού, του έκανε άσεμνες προτάσεις. Ο Διάκος προσβλήθηκε απ' τα λεγόμενα του Τούρκου (και την μετέπειτα πρόταση) και μετά από καβγά τον σκότωσε.]
Έτσι αναγκάστηκε να φύγει στα κοντινά βουνά και να γίνει Κλέφτης, καταφεύγοντας στο «λημέρι» του ξακουστού στη Δωρίδα Κλέφτη Τσαμ Καλόγερου, ανάμεσα στα Βαρδούσια και την Γκιώνα. Στην μάχη της Ζελίστας, ο Διάκος σκότωσε με ένα κλαδί έναν Τούρκο και του πήρε τον οπλισμό του, κατακτώντας έτσι και τον τίτλο του Κλέφτη. Παρ’ όλη την παλληκαριά του όμως, φαίνεται ότι η χριστιανική του πίστη τον ήλεγχε ακόμη κι έτσι, νομίζοντας πως ο φόνος ξεχάστηκε, επιστρέφει στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη, όπου και διαμένει για έναν χρόνο (συνολικά καλογέρεψε για 12 χρόνια). Μετά από προδοσία όμως, ανήμερα Δεκαπενταύγουστο, την ώρα του πανηγυριού τον συνέλαβαν. Σιδηροδέσμιος οδηγήθηκε στο Λιδωρίκι, όπου ο Φερχάτ πασάς διέταξε να κρεμαστεί την επόμενη μέρα. Το βράδυ, ο Διάκος κατάφερε να δραπετεύσει με την βοήθεια του Κλέφτη Καφέτσου.
Επειδή ο Τσαμ Καλόγερος είχε σκοτωθεί, το απόσπασμά του χωρίστηκε σε τρία μικρότερα αποσπάσματα. Ο Διάκος είχε διασυνδεθεί με τον Γούλα Σκαλτσά, έναν συχωριανό του από την Αρτοτίνα και έγινε πρωτοπαλίκαρό του. Όταν ο Σκαλτσάς πήρε το αρματολίκι του Λιδωρικίου, ο Διάκος είχε στον έλεγχό του όλη την περιοχή από τον Μόρνο ως τα ορεινά της Ηπείρου, δείχνοντας σύντομα τα διοικητικά του προσόντα. Οι σχέσεις των δυο αντρών κράτησαν για λίγο. Ο Διάκος στην συνέχεια πήγε στα Σάλωνα (Άμφισσα), στον Κοσμά Σουλιώτη. Εκεί βρήκε ένα φιρμάνι του Αλή πασά που έλεγε να τον «χαλάσουν». Ο Σουλιώτης που του αποκάλυψε περιεχόμενο του φιρμανιού, τον συμβούλεψε να ζητήσει βοήθεια από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, που εκείνον τον καιρό είχε καλές σχέσεις με τον Αλή πασά.
Οι δυο άντρες πράγματι συναντήθηκαν το 1814 κι ο Οδυσσέας Ανδρούτσος έπεισε τον Αλή πασά να μην εκτελέσει το φιρμάνι, τουναντίον να εντάξει τον Διάκο στο σώμα των «Τσοχανταρέων» (σωματοφυλάκων), στο οποίο προΐστατο ο ίδιος ο Ανδρούτσος.
Στα τέλη του 1818, ο Διάκος γίνεται πρωτοπαλίκαρο του Ανδρούτσου και μέλος της Φιλικής Εταιρίας, ενώ άρχισαν την προετοιμασία της Επανάστασης στη Λιβαδειά. Την απόφαση αυτή την πήρε μαζί με τους επισκόπους Ταλαντίου Νεόφυτο και Άμφισσας Ησαΐα, σε σύσκεψη που έκαναν στο μοναστήρι του Οσίου Λουκά.
Στα χρόνια που ακολουθούν και που καταλήγουν στην Επανάσταση του 1821, ο Διάκος είχε φτιάξει τη δική του ομάδα Κλεφτών.
Το 1820, όταν ο Αλή πασάς στασιάζει εναντίον της Οθωμανικής Πύλης, καλεί σε βοήθεια τον Ανδρούτσο κι αυτός ανταποκρίνεται, πηγαίνοντας στα Ιωάννινα. Τότε οι σχέσεις Διάκου και Ανδρούτσου ψυχραίνονται και οι τοπικοί άρχοντες της Λειβαδιάς, με την σύμφωνη γνώμη του εκεί πασά, τον εκλέγουν Αρματολό της Λειβαδιάς. Ο Διάκος παίρνει στο αρματολίκι του και τον 16χρονο ανηψιό του (από την αδερφή του Σοφία) Κωνσταντίνο Κούστα. Το παιδί αυτό θα βρεθεί δίπλα του σε όλη την υπόλοιπη ζωή του εώς και τον τραγικό του θάνατο.
Η σημαία του Αθανάσιου ΔιάκουΣύντομα μετά από το ξέσπασμα των εχθροτήτων, ο Διάκος κι ένας ντόπιος καπετάνιος και φίλος, ο Βασίλης Μπούσγος, οδήγησαν ένα απόσπασμα μαχητών στη Λειβαδιά με σκοπό την κατάληψη της.
Τη νύχτα της 28ης προς την 29η Μαρτίου οι επαναστάτες είχαν συγκεντρωθεί στον λόφο του Προφήτη Ηλία της Λιβαδειάς και όταν ο Τούρκος διοικητής Χασάν αγάς απέρριψε την πρόταση του Διάκου για παράδοση, άρχισε η επίθεση. Στις 31 Μαρτίου, μετά από τρεις ημέρες άγριας μάχης από σπίτι σε σπίτι, και το κάψιμο του σπιτιού του Μιρ Αγά (συμπεριλαμβανομένου του χαρεμιού), οι Τούρκοι που είχαν κλειστεί στον πύργο Ώρα, παραδόθηκαν και την 1η Απριλίου, σε πανηγυρική δοξολογία στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής Λιβαδειάς, οι επίσκοποι Σαλώνων, Ταλαντίου και Αθηνών ευλόγησαν την επαναστατική σημαία του Διάκου. Στην συνέχεια επιχειρεί να καταλάβει την Λαμία, που ήταν το διοικητικό κέντρο της περιοχής, καθώς και την Υπάτη. Δεν είχε όμως την απαιτούμενη βοήθεια και στήριξη από τον τοπικό οπλαρχηχό Μήτσο Κοντογιάννη, ο οποίος θεωρούσε ότι δεν είχε φτάσει ακόμη η ώρα για ξεσηκωμό και απέτυχε.
Ο Χουρσίτ πασάς, που πολιορκούσε στα Ιωάννινα τον Αλή πασά, έστειλε τον Κιοσέ Μεχμέτ και τον Ομέρ Βρυώνη με 8.000 πεζικό και 900 ιππείς (ενώ την άλλη μέρα προστέθηκαν κι άλλα 3.000 άτομα) να καταπνίξουν την επανάσταση στη Στερεά Ελλάδα και έπειτα να προχωρήσουν στην Πελοπόννησο, για να ματαιώσουν τα σχέδια του Κολοκοτρώνη για την Τριπολιτσά. Ο κίνδυνος για την επανάσταση ήταν μεγάλος.
Ο Διάκος και το απόσπασμά του, που ενισχύθηκαν από τους μαχητές οπλαρχηγούς Πανουργιά και Δυοβουνιώτη, αποφάσισαν να αποκόψουν την τούρκικη προέλαση στη Ρούμελη με την λήψη αμυντικών θέσεων κοντά στις Θερμοπύλες.
Αφού συσκέπτηκαν στο χωριό Κομποτάδες, στις 20 Απριλίου 1821, η ελληνική δύναμη των 1.500 ανδρών χωρίστηκε σε τρία τμήματα: ο Δυοβουνιώτης θα υπερασπιζόταν την γέφυρα του Γοργοποτάμου με 600 άνδρες, ο Πανουργιάς τα ύψη της Χαλκωμάτας με 500 άνδρες, και ο Διάκος την γέφυρα της Αλαμάνας με 500 άνδρες.
Στρατοπεδεύοντας στο Λιανοκλάδι, κοντά στη Λαμία, οι Τούρκοι διαίρεσαν γρήγορα τη δύναμή τους, επιτιθέμενοι το πρωί της 23ης Απριλίου. Η κύρια τούρκικη δύναμη επιτέθηκε στον Διάκο. Η άλλη επιτέθηκε στο Δυοβουνιώτη, του οποίου το απόσπασμα γρήγορα οδηγήθηκε σε οπισθοχώρηση, και η υπόλοιπη στον Πανουργιά, οι άντρες του οποίου υποχώρησαν όταν πληγώθηκε.
Έχοντας η πλειοψηφία των Ελλήνων υποχωρήσει, οι Τούρκοι συγκέντρωσαν την επιθετική τους ισχύ ενάντια στη θέση του Διάκου στη γέφυρα της Αλαμάνας. Βλέποντας ότι ήταν θέμα χρόνου προτού κατακλυστούν απ’ τον εχθρό, ο Μπούσγος, που πολεμούσε παράλληλα με τον Διάκο, του πρότεινε να υποχωρήσουν. Ο ψυχογιός του, βλέποντας τους άλλους να φεύγουν έφερε ένα άλογο στον Διάκο και τον παρότρεινε να φύγει κι αυτός.
Όμως ο Διάκος δεν δείλιασε και δεν έφυγε. «Δεν φεύγω» του απάντησε.
Θυμήθηκε ότι και ο Λεωνίδας άλλοτε, κάπου εκεί κοντά, δε φοβήθηκε τις μυριάδες των Περσών. «Αγίασε» με το αίμα του άλλη μια φορά τον ιερό εκείνο τόπο, όπου οι προσκυνητές θαυμάζουν την παλιά και τη νέα ανδραγαθία των Ελλήνων. Πολέμησε λοιπόν με πρωτοφανή ανδρεία και ανέστησε τις παλιές ένδοξες ημέρες των 300 του Λεωνίδα. Κι αυτός πλέον δεν είχε ούτε 300, αλλά μόνο 20-30 συμπολεμιστές του σε μια απελπισμένη μάχη σώμα με σώμα, λίγες ώρες πριν συντριβούν…
Η άνιση μάχη αρχίζει κι απ’ τους πρώτους νεκρούς που πέφτουν μπροστά του, είναι ο αδερφός του Κωνσταντίνος Μασαβέτας, τον οποίο ο Διάκος χρησιμοποιεί πλέον σαν ασπίδα στις επιθέσεις που δέχεται. Με μόνο 10 αγωνιστές που του έχουν απομείνει, μεταβαίνει στη θέση Μανδροστάματα της μονής Δαμάστας, όπου οχυρώνεται και πολεμά εκεί για μια ώρα περίπου.
Όλοι οι σύντροφοί του σκοτώνονται, εκτός απ’ τον ψυχογιό του. Ο ίδιος τραυματίζεται κι αφού πετάει το τουφέκι του που έχει σπάσει από την υπερβολική χρήση, όπως και το σπαθί του που το βρήκε βόλι κοντά στην λαβή, συνεχίζει να πολεμά και να αντιστέκεται, βαστώντας στο αριστερό χέρι την πιστόλα του. Οι Τούρκοι τον αναγνωρίζουν κι αφού τον περικυκλώνουν, τον συλλαμβάνουν ζωντανό, μες τα αίματα και τον οδηγούν στον Ομέρ Βρυώνη. Ο Ομέρ Βρυώνης σεβάσθηκε αρχικά τον ήρωα και δεν άφησε να τον σκοτώσουν επί τόπου.
Ο τελικός απολογισμός της μάχης της ημέρας εκείνης, ήταν περίπου 300 Έλληνες κι ελάχιστοι Τούρκοι νεκροί, ενώ αρκετοί ήταν οι τραυματίες.
Οι πασάδες, έχοντας αιχμάλωτους πλέον τον Διάκο και τον ψυχογιό του όδευσαν προς τη Λαμία (Ζητούνι). Χάριν της κενοδοξίας τους, έβαλαν τον Διάκο να περπατά μπροστά πεζός. Φοβούμενοι όμως σύντομα, μην τυχόν επιχειρήσει να διαφύγει τον έβαλαν να καθίσει σε ένα μουλάρι που είχε ελαφρά δεμένα το πόδια του για να μην μπορεί να τρέξει.
Την νύχτα της 23ης Απριλίου 1821, αφού έφτασαν στη Λαμία, τον ανέκριναν, παρόντος και του Χαλήλ μπέη, σημαίνοντα Τούρκου της Λαμίας, κοντά στην πλατεία Λαού, πλησίον του σημείου όπου θανατώθηκε τελικά ο Διάκος, ζητώντας να μάθουν στοιχεία για την Επανάσταση. Ο Διάκος άφοβα τους απάντησε ότι όλο το έθνος των Ελλήνων αποφάσισε να χαθεί ή να ελευθερωθεί.
Ο Ομέρ Βρυώνης, ο οποίος φέρεται να ήταν ελληνικής καταγωγής και δεν ήθελε τον θάνατο του Διάκου, καθώς τον γνώριζε από την αυλή του Αλή πασά και εκτιμούσε τις ικανότητές του, στην διάρκεια της συνοπτικής αυτής δίκης, του πρόσφερε τιμές, με αντάλλαγμα να παραιτηθεί του αγώνα και να προσχωρήσει στο τουρκικό στρατόπεδο, ασπαζόμενος τον ισλαμισμό. Ο Διάκος αρνήθηκε περήφανα.
Ο Μεχμέτ πασάς (συστράτηγος, αλλά ανώτερος του Ομέρ Βριώνη), θαυμάζοντας το θάρρος του Διάκου του είπε ότι είναι πρόθυμος να του παρέχει ιατρική περίθαλψη, αν ήθελε να τεθεί στην υπηρεσία του. Ο Διάκος απέρριψε την πρότασή του, λέγοντας «Δεν σε υπηρετώ. Αλλά και να σε υπηρετήσω, δε θα σε ωφελήσω». Ο Μεχμέτ πασάς τότε τον απείλησε ότι θα τον σκοτώσει. Αυτό δεν φαίνεται να πτόησε τον Διάκο που του απάντησε «Η Ελλάς έχει πολλούς Διάκους».
Την επόμενη μέρα, την 24η Απριλίου, ημέρα Κυριακή και κατόπιν επίμονης απαιτήσεως του Χαλήλ μπέη, εκδόθηκε απόφαση για θανατική ποινή με ανασκολοπισμό (σούβλισμα), καθώς όπως υποστήριζε, ο Διάκος είχε σκοτώσει πολλούς Τούρκους και θα έπρεπε να τιμωρηθεί παραδειγματικά.
Ο Χαλήλ μπέης μάλιστα, απαίτησε στο σημείο του μαρτυρίου να είναι παρών κι ο ανηψιός του Διάκου, ο 16χρονος Κωνσταντίνος Κούστας, έτσι ώστε, βλέποντάς τον ο Διάκος, να μην βασανίζεται μόνο σωματικά, αλλά και ψυχικά.
Αυτός που κοινοποίησε την σκληρή απόφαση στον Διάκο, του έδωσε να κρατά στα χέρια του και το εργαλείο του θανάτου του, λέγοντάς του να τον ακολουθήσει κρατώντας το. Αυτός αγανακτώντας το πέταξε κάτω και φώναξε σε μερικούς Αλβανούς που ήταν γύρω του, «Δεν βρίσκεται κάποιος να με σκοτώσει; Γιατί αφήνετε τους Ανατολίτες να με παιδεύουν; Εγώ κακούργος δεν είμαι» (σύμφωνα με άλλη εκδοχή, αυτό φέρεται να το είπε όταν τον σούβλιζαν).
Κάποιοι απ’ τον συγκεντρωμένο κόσμο του είπαν τότε να τουρκέψει για να σώσει το τομάρι του. Ο Διάκος γυρίζοντας προς αυτούς, τους απαντά, «Εγώ Γραικός εγεννήθηκα και Γραικός θ’ αποθάνω» (σύμφωνα με άλλη εκδοχή, αυτή η φράση ειπώθηκε ενώπιον του Ομέρ Βρυώνη, όταν του έκανε ανάλογη πρόταση, ενώ ποικίλουν και οι όροι, Ρωμιός ή Χριστιανός).
Οδεύοντας προς τον τόπο του μαρτυρίου, η παράδοση φέρει τον Διάκο να μονολογεί με πίκρα ατενίζοντας την ανοιξιάτικη φύση «Για ιδέ καιρόν που διάλεξεν ο χάρος να με πάρει. Τώρα π’ ανθίζουν τα κλαδιά και βγάν’ η γη χορτάρι».
Ο Διάκος τελικά οδηγήθηκε απέναντι από την καλύβα του γερο-Μπακογιάννη στην πλατεία Λαού, εκεί που βρίσκεται σήμερα το κενοτάφιο.
Πως όμως γινόταν ο ανασκολοπισμός από τους Τούρκους;
Μια λεπτομερής περιγραφή βρίσκεται στο Γαλλικό Grand Dictionnaire:
«To βασανιστήριο του διοβελισμού ένα από τα φοβερότερα εφευρήματα της ανθρώπινης θηριωδίας, είναι το σούβλισμα του κατάδικου σε ξύλινο πάσσαλο.
Ξαπλώνουν το θύμα καταγής μπρούμυτα με τα πόδια πολύ ανοικτά και τα χέρια δεμένα στην ράχη. Για να ακινητοποιηθεί εντελώς και να μη διαταράσσεται η εργασία του δημίου στερεώνεται στη ράχη του μελλοθάνατου ένα σαμάρι επάνω στο οποίο κάθεται ένας από τους βοηθούς του. Ο δήμιος, αφού προετοιμάσει την είσοδο με λίπος, πιάνει το παλούκι με τα δύο του χέρια και το μπήγει όσο βαθύτερα μπορεί και ύστερα το χτυπάει με κόπανο ώστε να εισχωρήσει πενήντα ή εξήντα εκατοστά. Ανασηκώνει τότε τον σουβλισμένο και το στερεώνει στο χώμα αφήνοντας το θύμα να ξεψυχήσει καρφωμένο. Καθώς ο δύστυχος δεν μπορεί να κρατηθεί από πουθενά το παλούκι βυθίζεται, εξαιτίας του βάρους του σώματος, όλο και πιο πολύ και τελικά βγαίνει ή από τη μασχάλη ή από το στήθος ή από το στομάχι. Κι ο θάνατος που θα τερματίσει το αποτρόπαιο μαρτύριο αργεί.
Αναφέρονται περιπτώσεις παλουκωμένων που έζησαν τρεις ημέρες σ αυτή την θέση. Η διάρκεια του βασανισμού εξαρτάται από την σωματική διάπλαση του ατόμου και την κατεύθυνση που δίνεται στον πάσαλο. Αυτό εξηγείται εύκολα. Από έναν εκλεπτυσμό της φρικαλέας θηριωδίας τους φροντίζουν μα μην είναι αιχμηρό το παλούκι αλλά αμβλύ και κάπως στρογγυλεμένο στην άκρη. Γιατί η αιχμή θα περνούσε τα όργανα κατά την διολίσθηση του παλουκιού και θα προκαλούσε τον άμεσο θάνατο. Η στρογγυλεμένη όμως απόληξη του πασσάλου παραμερίζει τα σπλάχνα, τα μετακινεί χωρίς να εισχωρεί στους ευαίσθητους ιστούς… παρά τους εφιαλτικούς πόνους που προκαλεί η συμπίεση των νεύρων η ζωή παραμένει για ορισμένο χρόνο. Γιατί είναι προφανές ότι αν το παλούκι, αντί να ακολουθήσει τον άξονα του σώματος, εισχωρήσει λοξά δεν θα βγει από το στέρνο ή την μασχάλη αλλά θα τρυπήσει το υπογάστριο. Κι έτσι αφού παραμείνει άθικτη η θωρακική χώρα και δεν πλήττονται βασικά όργανα η ζωή θα παραταθεί περισσότερο».

Παρ’ ότι ο ανασκολοπισμός του Διάκου είναι αδιαμφισβήτητος, εν τούτοις οι πληροφορίες που αφορούν τον τόπο και τις ώρες του μαρτυρίου του, είναι συγκεχυμένες.
Η επικρατέστερη άποψη είναι ότι ο Διάκος σουβλίστηκε στο σημείο που βρίσκεται σήμερα το κενοτάφιο. Υπάρχει όμως και η άποψη ότι μεταφέρθηκε στην Αλαμάνα κι αφού σουβλίστηκε, τον έστησαν όρθιο και τον αποτελείωσαν οι Τούρκοι με πυροβολισμούς.
Κατά μία άλλη εκδοχή, «Ζων ο κατάδικος ετίθετο επί ανεστραμμένου σάγματος ύπτιος, δεμένος χείρας και πόδας, δύο ρωμαλέοι δήμιοι εκάθoντο επ’ αυτού, τρίτος εστήριζεν εις τον πρωκτόν ξύλινον οβελόν όμοιον με τας σούβλας ας μεταχειριζόμεθα δια το ψήσιμον των αρνιών του Πάσχα, και τέταρτος δια σιδηράς ή ξυλίνης σφύρας εκτύπα του οβελού το οπίσθιον, εωσούν η ακωκή εξήρχετο εκ της κεφαλής ή θατέρας των ωμοπλατών καθ’ ην τυχαίως ελάμβανεν διεύθυνσιν. Εάν ο οβελός εξήρχετο εκ της αριστεράς ωμοπλάτης ο ούτω βασανιζόμενος απέθνησκε μετ ολίγον, εάν δε εκ της δεξιάς έζη και τρεις και τέσσερας ημέρας. Τρεις όλας ημέρας εβασανίσθη ούτως ο αείμνηστος Διάκος και ήθελεν βασανισθή έτι πλέον εάν οίκτου δεν τω έθραυε δια σφαίρας το κρανίον εις άτακτος».
Σύμφωνα πάντως με τον παππού του γιατρού Κουνούπη, ο οποίος δήλωνε αυτόπτης μάρτυρας του μαρτυρικού θανάτου του Διάκου, μετά το σούβλισμα, ο όχλος άναψε φωτιά επί της οποίας τοποθέτησαν τον κατακρεουργημένο, αλλά ζωντανό ακόμα ήρωα για να τον ψήσουν. Τότε κάποιος ονόματι Θανάσης Μάνθος, έδεσε στην άκρη ενός ξύλου ένα βρεγμένο πανί και το έφερε με τρόπο στο στόμα του Διάκου. Μόλις υγράνθηκαν τα χείλη του, ο Διάκος ξεψύχησε.
Το ψήσιμο του Διάκου, το οποίο θεωρείται από μερικούς αμφισβητήσιμο, αναφέρεται και στην επίσημη έκθεση της Κρατικής Επιτροπής Αποκαταστάσεως Αγωνιστών, η οποία του απονέμει τιμητικά μετά θάνατον τον βαθμό του Στρατηγού.
Οι Τούρκοι, μετά από 6 ημέρες (κατ’ άλλους 3-5), όταν η δυσωδία από το σώμα του Διάκου, αλλά κι από τα κεφάλια των άλλων αγωνιστών που ήταν περιστοιχισμένα γύρω του, άρχισε να γίνεται αφόρητη, διέταξαν τους Λαμιώτες Κεφάλα και Φαροδήμο να ξεσουβλίζουν τον Διάκο και μαζί με τα υπόλοιπα μαρτυρικά κορμιά να τα πετάξουν.
Όπως μαρτυρά ο ανηψιός του Διάκου, Κωνσταντίνος Κούστας, το σκήνωμα του ήρωα πετάχτηκε σε έναν μεγάλο σκουπιδόλακκο, βορειοδυτικά της Λαμίας, ανάμεσα στον λόφο του Αγίου Λουκά και το σημερινό στρατόπεδο της Μεραρχίας Υποστηρίξεως. Κατόπιν ρητής εντολής του πασά, το άψυχο σώμα σκεπάστηκε με κοπριές, αφ΄ ενός για να λιώσει πιο γρήγορα κι αφ’ ετέρου για να επιτείνει τον εξευτελισμό τόσο της σορού του Διάκου, όσου και της κεφαλής του Δεσπότη Σαλώνων που είχε πεταχτεί στον ίδιο λάκκο.
Το τι απέγινε η σορός του Διάκου και που ετάφη αν ετάφη, παραμένει εώς σήμερα ένα ερωτηματικό.
Η παράδοση λέει, πως κάποιος πήγε κρυφά μετά από μερικές μέρες και ξέθαψε το σώμα. Το μετέφερε και το έθαψε κοντά σε ένα μικρό ερημοκκλήσι της Λαμίας, εκεί όπου αργότερα χτίστηκε το σπίτι του Παπαδογιώργου. Το σημείο αυτό τοποθετείται κοντά στην πλατεία Διάκου στην νότια πλευρά, προς τα σκαλιά που οδηγούν στην οδό Καρπενησίου.
Το Δημοτικό Συμβούλιο της Λαμίας, με ψήφισμά του στις 10 Αυγούστου 1843 αποφάσισε και ενέκρινε δαπάνη 150 δραχμών για «…την ανακομιδή των λειψάνων του αοίδομου πρωτομάρτυρος και πρωταγωνιστού Αθανασίου Διάκου και την μεταφοράν και εναπόθεσιν αυτών περί ώραν…».
Όπως αναφέρει αργότερα ο Θ. Λάσκαρης, «…το μέρος ηρευνήθη, αλλ’ ουδέν ίχνος ευρέθη».
Στην Εθνική Βιβλιοθήκη, υπάρχει έγγραφο με θέμα μια αίτηση (η οποία έγινε δεκτή) προς την Κρατική Επιτροπή Αποκαταστάσεως Αγωνιστών, την οποία είχε υποβάλλει ο αγωνιστής του 1821 και πρώην διερμηνέας του Ομέρ Βρυώνη, Παναγιώτης Σκορδής. Ο Σκορδής ζητά την οικονομική βοήθεια της πολιτείας, καθώς ξόδεψε όλη του την περιουσία στον Αγώνα. Ανάμεσα στις πράξεις τις οποίες γράφει και πιστεύει ότι θα πρέπει να εκτιμηθούν, αναφέρει και την εξαγορά έναντι 5.000 γροσίων απ’ τους Τούρκους της σορού του Αθανάσιου Διάκου, με 130 ακόμα «κεφαλάς», καθώς και την απελευθέρωση 24 αιχμαλώτων.
Το έγγραφο αυτό, αν και δεν διευκρινίζεται εδώ που ακριβώς έθαψε ο Σκορδής τις σορούς, υποστηρίζεται από ανάλογο του συνταγματάρχη Ζαφειρόπουλου, το οποίο αναφέρει τα εξής:
«Πιθανότατα ακόμη, αν ο Δήμος Λαμιέων επανέλθει επί του ψηφίσματος της 16-8-1843, μια νέα έρευνα επί του σημείου της ταφής του Διάκου, να είναι επιτυχής. Αν σκεφτούμε μάλιστα πως στην περιοχή αυτή, εκτός του σώματος του ήρωα ερρίφθησαν και τα κεφάλια 130 αγωνιστών, τότε μάλλον πρέπει να υποθέσουμε πως πρόκειται για έναν πολύ μεγάλο ομαδικό τάφο».
Ο βάναυσος τρόπος θανάτου του Διάκου στα χέρια των Τούρκων τρομοκράτησε αρχικά το λαό της Ρούμελης, αλλά η γενναία στάση του κοντά στις Θερμοπύλες, που θυμίζει την ηρωική άμυνα του Λεωνίδα απέναντι στους Πέρσες, τον έκανε μάρτυρα για τον απελευθερωτικό σκοπό.
Ένα μνημείο στέκεται τώρα κοντά στη γέφυρα της Αλαμάνας, το σημείο της τελικής μάχης του, ενώ στο σημείο του μαρτυρικού του θανάτου, στην οδό Καλύβα Μπακογιάννη (πλησίον της πλατείας Λαού) στην πόλη της Λαμίας, υπάρχει σήμερα ένα κενοτάφιο για να μας θυμίζει αυτόν τον μεγάλο και πραγματικό ήρωα.
Ένα εκ των χωριών που τον διεκδικεί ως τόπος γεννήσεώς του, το χωριό Άνω Μουσουνίτσα, μετονομάστηκε αργότερα Αθανάσιος Διάκος προς τιμήν του.

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2010

ΕΙΚΟΝΕΣ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ

%u0394.%u03A4%u03C3%u03CC%u03BA%u03BF%u03C2-%u03BF%u03C1%u03BA%u03BF%u03C2%20%u03A6%u03B9%u03BB%u03B9%u03BA%u03CE%u03BD.jpg
Δ.Τσόκος, Ο όρκος των φιλικών
%u0398.%u0392%u03C1%u03C5%u03B6%u03AC%u03BA%u03B7%u03C2-%u03B7%20%u03AD%u03BE%u03BF%u03B4%u03BF%u03C2%20%u03C4%u03BF%u03C5%20%u039C%u03B5%u03C3%u03BF%u03BB%u03BF%u03B3%u03B3%u03AF%u03BF%u03C5.jpg
Θ.Βρυζάκης, Η έξοδος του Μεσολογγίου
%u0398.%u0392%u03C1%u03C5%u03B6%u03AC%u03BA%u03B7%u03C2-%u03BC%u03AC%u03C7%u03B7%20%u03C3%u03C4%u03B1%20%u03C3%u03C4%u03B5%u03BD%u03AC%20%u03C4%u03C9%u03BD%20%u0394%u03B5%u03C1%u03B2%u03B5%u03BD%u03B1%u03BA%u03AF%u03C9%u03BD.jpg
Θ.Βρυζάκης, Η μάχη στα στενά των Δερβενακίων
%u0398.%u0392%u03C1%u03C5%u03B6%u03AC%u03BA%u03B7%u03C2-%u03BF%20%u03CC%u03C1%u03BA%u03BF%u03C2%20%u03C3%u03C4%u03B7%u03BD%20%u0391%u03B3%u03AF%u03B1%20%u039B%u03B1%u03CD%u03C1%u03B1.jpg
Θ.Βρυζάκης, Ο όρκος στην Αγία Λαύρα
%u0398.%u0392%u03C1%u03C5%u03B6%u03AC%u03BA%u03B7%u03C2-%u03C4%u03BF%20%u03C3%u03C4%u03C1%u03B1%u03C4%u03CC%u03C0%u03B5%u03B4%u03BF%20%u03C4%u03BF%u03C5%20%u039A%u03B1%u03C1%u03B1%u03CA%u03C3%u03BA%u03AC%u03BA%u03B7.jpg